- τοσούλης
- -α, -ικο, Ν(δεικτ. αντ.)1. τόσο μικρός2. τόσο λίγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + υποκορ. κατάλ. -ούλης (πρβλ. μικρ-ούλης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοσούλης, -α, -ικο — τόσο μικρός, τόσος δα: Το κουνελάκι είναι τοσούλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοσουλάκης — ουδ. τοσουλάκι Ν [τοσούλης] (δεικτ. αντ.) 1. τόσο μικρός 2. τόσο λίγος 3. τόσο κοντός … Dictionary of Greek
τοσούτσικος — η, ο τοσούλης, α, ικο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)